08/08/2021

23 χρόνια μετά

Κάνανε μια μικρή στάση στον διαμορφωμένο χώρο αναψυχής, τον πρώτο που συνάντησαν μετά από μόλις μισή ώρα πορείας. Ξεκούραστοι ακόμη απολαμβάνανε την φύση. Ο άνδρας έβγαλε την κάμερα από το σακίδιο του που είχε αφήσει στον πάγκο, έστρεψε τον φακό προς το μέρος του. Δεξιά του η κόρη του ανέμελη. Αριστερά του η γυναίκα του ίσως κάτι περιμένει.

Μερικούς μήνες μετά ο άνδρας κρόπαρε την φώτο, απομόνωσε το πρόσωπό του και την χρησιμοποίησε για φωτογραφία προφίλ. Στα αριστερά μπορείτε να δείτε τα πόδια της κόρης του που φοράει σορτσάκι και δεξιά το χέρι της γυναίκας του. Στην χρυσή αλυσίδα του άνδρα, δεν φαίνεται, αλλά κρέμεται ένας σταυρός.

21/03/2021

Κάποτε στο Kreuzberg

Είπες 

Hier gibt es keine harmlosen Worte

κι εγώ - που δεν είχα διαβάσει ούτε έναν στίχο του Ρεμπό - σε αποχαιρέτησα 

χωρίς να το ξέρω τότε.



13/07/2020

27/05/2019

17/04/2019

17 Απριλίου

Άκου μαμά τις νερατζιές
τι όμορφα που μυρίζουν
ζωή στα Καμίνια

15/02/2019

Γιάννης Ρίτσος - Σχῆμα τῆς ἀπουσίας Ι

Ὅ,τι ἔφυγε, ριζώνει ἐδῶ, στὴν ἴδια θέση, λυπημένο, ἀμίλητο
ὅπως ἕνα μεγάλο βάζο τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ πουλήθηκε κάποτε
        σὲ δύσκολες ὧρες,
καὶ στὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας, ἐκεῖ ποὺ στέκονταν τὸ βάζο,
ἀπομένει τὸ κενὸ πυκνωμένο στὸ ἴδιο σχῆμα τοῦ βάζου, ἀμετάθετο,
ν᾿ ἀστράφτει διάφανο στὴν ἀντηλιά, ὅταν ἀνοίγουν πότε-πότε
        τὰ παράθυρα,
καὶ μέσα στὸ ἴδιο βάζο, πούχει ἀλλάξει τὴν οὐσία του
μὲ ἴδια κ᾿ ἰσόποσην οὐσία ἀπ᾿ τὸ κρύσταλλο τοῦ ἄδειου,
μένει καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κούφωμα, λίγο πιὸ ὀδυνηρὰ ἠχητικὸ
        μονάχα.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ βάζο διακρίνεται τὸ χρῶμα τοῦ τοίχου
πιὸ σκοτεινό, πιὸ βαθύ, πιὸ ὀνειροπόλο,
σὰ νἄμεινε ἡ σκιὰ τοῦ βάζου σχεδιασμένη σὲ μία σαρκοφάγο -
Καί, κάποτε, τὴ νύχτα, σὲ μίαν ὥρα σιωπηλή,
ἢ καὶ τὴ μέρα, ἀνάμεσα στὶς ὁμιλίες,
ἀκοῦς βαθιά σου κάποιον ἦχο ὀξύ, πικρὸ καὶ πολυκύμαντο
σάμπως ἕνα ἀόρατο δάχτυλο νὰ ἔκρουσε
κεῖνο τὸ ἀπόν, εὐαίσθητο, κρυστάλλινο δοχεῖο.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)

02/12/2018

Αυτή

Σβήσαμε τα φώτα μας, πέσαμε 
στα κρεβάτια μας και κάναμε ησυχία. Την ησυχία που πέφτει σ’ ένα σπίτι
όπου κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Raymond Carver από εδώ

16/11/2018

Μέρες Νοεμβρίου

Η μαμά αγαπούσε να το ακούει.



19/07/2018

2012-2018

Και αντιλαμβάνομαι πάλι τρομαγμένη πόσο αδύναμη, μίζερη και άτονη ουσία πρέπει τελικά να είναι αυτό που μεγαλόστομα αποκαλούμε ψυχή, πνεύμα, συναίσθημα, αυτό που αποκαλούμε πόνο, αφού όλα αυτά ακόμα και στον έσχατο βαθμό τους δεν είναι σε θέση να καταστρέψουν το κορμί που υποφέρει, το σώμα που βασανίζεται - διότι αντέχουμε αυτές τις ώρες, και το αίμα συνεχίζει να κυλάει στις φλέβες μας, αντί να πεθάνουμε και να σωριαστούμε στη γη σαν δέντρο που το χτύπησε κεραυνός.

από τις Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας του Στέφαν Τσβάιχ.

19/03/2018

Μίλτου Σαχτούρη, Η μητέρα

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήτανγεμάτοι ερείπια· μοναχά τοίχους πεσμένους καιπέτρες έβλεπες· κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.
Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,με πήρε απ’ το χέρι και βρεθήκαμε σ’ ένασυμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά…Κι αυτή: Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.

Πηγή

23/03/2016

απόσπασμα

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ' αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
Θα φύγουν, και θα 'ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.»

Από το ποίημα «Σταδιοδρομία» του Κ.Γ. Καρυωτάκη.

19/02/2016

07/11/2015

ρίμα


01/07/2015

ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ

Μες σ' έξι χρόνια πώς ανδρώθηκαν οι κήποι,
πώς φούντωσε η μικρή πορτοκαλιά,
πώς μεγαλώσαν τα όνειρα στων κοριτσιών τα μάτια...

Κι εγώ
πάλεψα έξι χρόνια σα θηρίο να ξεχάσω,
πάλεψα έξι χρόνια για ν' αλλάξω - τίποτα δεν άλλαξε.
Η ίδια γεύση στο στόμα μου,
η ίδια βουή στα μάτια μου,
η ίδια πληγή μες στην καρδιά μου και σε κάθε πόρο του κορμιού μου
πάντοτε ένα μικρό παιδί πονάει και κλαίει...

Βύρων Λεοντάρης, Ποιητική συλλογή Ορθοστασία [1957] στο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ




02/04/2015

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.


Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.


Οδ. Ελύτης [1984], Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου 

09/02/2015

Μυγδαλιά


Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω 
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα 
που αγαπιέται.

09/11/2014

Δεκέμβριος 2011


Η μαμά κοιτάει έξω.

16/07/2014

Στην κοιλάδα των τεμπών


Τα δάχτυλά της/στο θαλασσί μαντίλι/κοίτα: κοράλλια. 
[χαϊκού του Γ. Σεφέρη]

28/06/2014

Ο ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Είμαι χωρίς αμφιβολία, αίνιγμα για σένα. Παρηγο-
ρήσου όμως, γιατί κι ο Θεός είναι αίνιγμα για μένα.
Οικογένεια Σρόφφενστάιν

Δεν υπάρχει περιοχή της Γερμανίας, που να μην διέτρεξε ο ανήσυχος αυτός άνθρωπος, πολιτεία που να μην έμεινε ο αιώνιος αυτός περιπλανώμενος. Από το Βερολίνο πηγαίνει με ταχυδρομικό αμάξι στη Δρέσδη, στο Ερτσγκεμπίργκς, στο Μπαϋρόυτ, στο Κέμνιτς. Ξαφνικά τον κυριεύει η επιθυμία να πάει στο Βύρτσμπουργκ, κατόπι στο Παρίσι, ενώ μαίνεται ο πόλεμος. Σκοπεύει να μείνει εκεί ένα χρόνο, μα έπειτ' απο λίγες βδομάδες καταφεύγει κιόλας στην Ελβετία, στη Βέρνη. Από κει πηγαίνει στην Τουν και στη Βασιλεία, απ' όπου ξαναγυρίζει στη Βέρνη, για να πέσει ξαφνικά σα μετέωρο στο ήσυχο σπίτι του Βίλαντ, στο Όσμαννστεντ. Απ' τη μια μέρα στην άλλη, τον κυριεύει η επιθυμία να ξαναφύγει, επιστρέφει στο Παρίσι, περνώντας απ' το Μιλάνο και τις ιταλικές λίμνες, πετάγεται χωρίς λόγο στη Βουλώνη, ανάμεσα σ' έναν ξένο στρατό, για να ξυπνήσει άρρωστος του θανατά στην Μαγεντία. Νάτος πάλι στο Βερολίνο και στο Ποτσδαμ. Μια θέση, όπου ο ίδιος επεδίωξε να διοριστεί, τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στην Καινιξβέργη. Ξαναφεύγει και θέλει να πάει στη Δρέσδη, μέσα απ' τα προελαύνοντα γαλλικά στρατεύματα, μα εκεί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στη Σαλόν σαν κατάσκοπο. Μ΄λις απελευθερώνεται, τρέχει πάλι από πόλη σε πόλη, αφήνει τη Δρέσδη για να πάει στη Βιέννη, συλλαμβάνεται στο πεδίο της μάχης του Ήσπερν, όπου η Αυστρία δίνει μια αποφασιστική μάχη, χωρίς άλλα χαρτιά στην τσέπη, παρά μόνο μερικά πατριωτικά ποιήματα, και κατορθώνει να το σκάσει για την Πράγα. Μερικές φορές εξαφανίζεται για μήνες και, σαν υπόγειο ποτάμι, εμφανίζεται χιλιάδες λεύγες πιο κάτω: τέλος, ο νόμος της έλξης επαναφέρει τον κυνηγημένο αυτόν άνθρωπο στο Βερολίνο. Από καιρό σε καιρό, αναδεύει ακόμα τα σπασμένα φτερά του, πηγαίνει για τελευταία φορά στη Φραγκφούρτη με την ελπίδα να βρει στην αδερφή του ή σε συγγενείς καταφύγιο, για να γλιτώσει από τον φοβερό κυνηγό που τον καταδιώκει. Μάταια όμως.
Ξαναπαίρνει το ταχυδρομικό αμάξι (το πραγματικό, το μοναδικό του σπίτι) πηγαίνει στη Βανζέε, οπου φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τον θάβουν δίπλα σε μια δημοσιά.

Τι γυρεύει σ' όλες αυτές τις μετακινήσεις ο Κλάιστ; Ή μάλλον τι είναι αυτό που τον σπρώχνει διαρκώς ν' αλλάζει τόπο; Όσο και να ψάξουμε, δε θα το βρούμε: τα ταξίδια του, στην πραγματικότητα είναι χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, και μόλις έχουν κάποιον τοπικό προσδιορισμό. Εκείνα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αιτίες δεν είναι τις περισσότερες φορές παρά προφάσεις, μάσκες που φοράει μπροστά στο δαίμονα. Μια τέτοια εξάλλου συμπεριφορά δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική, και για τους θετικούς ανθρώπους θ' αποτελεί πάντοτε ένα αίνιγμα. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια ψυχή, που κατατρώγεται από τρομακτική ανησυχία, σε μια ψυχή, που κάτι τη βαραίνει αφάνταστα, και που αυτοβασανίζεται.

Μίλησαν για μυστικές αποστολές: αυτό μπορεί νάταν σωστό για ορισμένες περιπτώσεις, όχι όμως για την αδιάκοπη φυγή του. Ο Κλάιστ δεν είχε σκοπό στα ταξίδια του. Μήτε σκοπό μήτε σχέδιο· δεν έχει υπ' όψη του μια ορισμένη πολιτεία ή χώρα: Απλώς εκτινάσσεται σα βέλος, απ' το υπερτεταμένο τόξο του Εγώ του. Θέλει να γλυτώσει απ' τον εαυτό του, να ξεφύγει με κάθε θυσία από κάτι που βρίσκεται μέσα του, αλλάζει πόλεις "όπως ένα που ψήνεται απ' τον πυρετό αλλάζει μαξιλάρια" (όπως λέει ο Λενάου - που τοσο συγγενεύει μαζί του - σ' ένα απ' τα μελαγχολικά ποιήματά του). Παντού ελπίζει πως θα βρει την ηρεμία, τη γιατρειά: αλλά καμιά στέγη δεν υπάρχει, κανένα τζάκι δεν καπνίζει για κείνον που τον κυνηγάει ο δαίμονας. Στην ίδια πνευματική κατάσταση βρίσκεται κι ο Ρεμπώ, που τρέχει από χώρα σε χώρα, ο Νϊτσε που αλλάζει διαρκώς πόλη, κι ο Μπετόβεν σπίτι, ο Λενάου που πηγαίνει από ήπειρο σε ήπειρο: όλους τους δέρνει μια φριχτή ανησυχία, που μεταβάλλει τη ζωή τους σε μια τραγική περιπλάνηση. Όλους τους καταδιώκει μια άγνωστη δύναμη, που απ' αυτήν δεν μπορούν να γλυτώσουν, μια δύναμη που υπαρχει μέσα στο αίμα τους και διευθύνει το μυαλό τους. Πρέπει να αυτοκαταστραφούν, για να καταστρέψουν τον εχθρό που είναι μέσα τους, που τους έχει κυριέψει: τον δαίμονα.

Ο Κλάιστ ξέρει απ' την αρχή πως αυτή η δύναμη τον οδηγεί προς την άβυσσο. Δεν καταλαβαίνει όμως πάντα αν προσπαθεί να την αποφύγει, ή αν τρέχει προς αυτήν. Καμιά φορά, τα χέρια του φαίνονται σα νάχουν γαντζωθεί απ' τη ζωή, σα νάχουν χωθεί στον τελευταίο σβώλο της γης, που μπορεί να εμποδίσει την πτώση του. Γυρεύει τ΄τε ένα στήριγμα ενάντια στη δυνατή έλξη της αβύσσου, ζητάει να πιαστεί απ' την αδερφή του, από γυναίκες, από φίλους, για να μην πέσει. Άλλες πάλι φορές, νιώθει την ηδονική ανάγκη να ορμήσει προς την άβυσσο. Πάντα το καταλαβαίνει, μα δεν ξέρει αν η άβυσσος βρίσκεται μπροστά του ή πίσω του, αν είναι η ζωή ή ο θάνατος. Η άβυσσος του Κλάιστ βρίσκεται μέσα του, και γι' αυτό δεν μπορεί να την αποφύγει. Τη φέρνει, λέει, μαζί του, σαν τη σκιά του.

Ο Κλάιστ μάς θυμίζει τους χριστιανούς μάρτυρες, που ο Νέρωνας έντυνε με στουπιά και τους έβαζε κατόπι φωτιά, και που, σα ζωντανοί πυρσοί, άρχιζαν να τρέχουν, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Μήτε αυτός δεν είδε ποτέ του τις χιλιομετρικές στήλες των δρόμων: είναι ζήτημα αν άνοιγε τα μάτια του για να δει τις πόλεις απ' όπου περνούσε.

Όλη του η ζωή δεν είναι παρά μια φυγή, ένας καλπασμός προς την άβυσσο, ένα φοβερό κυνηγητό, που τον κράει σε μια συνεχή αγωνία και συντριβή.

Γι' αυτο, σαν αποκάνει πια, μην μπορώντας άλλο να υποφέρει, και ρίχνεται θεληματικά στην άβυσσο, βγάζει μια τρομαχτική και υπέροχη κραυγή χαράς.

Η ζωή του Κλάιστ δε μοιάζει καθόλου με μια συνηθισμένη ζωή: είναι ένας καλπασμός προς το θάνατο, ένα απαίσιο κυνήγι, με το χτηνώδες μεθύσι του από αίμα και ηδονή, από αγριότητα και φρίκη, με τα διεγερτικά του σαλπίσματα και τους αλαλαγμούς του. Κοπάδι συμφορές τον καταδιώκουν: σαν κυνηγημένο ζώο, καταφεύγει στους πυκνούς θάμνους, αρπάζει καμιά φορά, στην τύχη, στρέφοντας απότομα, ένα απ' τα σκυλιά που τρέχουν ξοπίσω του κ' εκτελεί το θύμα του, - το πάθος του δημιουργεί τρία, τέσσερα, πέντε τέτοια έργα - και, γεμάτος αίματα, εξακολουθεί να τρέχει μέσ' στα βάτα... Όταν τέλος το κοπάδι νομίζει πως μπορεί να τον ξεσκίσει, ο Κλάιστ ξανασηκώνεται περήφανα και προκειμένου να γίνει βορά του σκυλολογιού, με μια ύστατη προσπάθεια γκρεμίζεται στην άβυσσο.

Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Κλάιστ (Μετάφραση: Αλέξανδρος Καρρέρ), εκδόσεις Γκοβόστη



24/07/2013

μαζί με τη μαμά

Πάρκο Κομνηνών, Άνοιξη (;) 1975

16/06/2013

Ρίτσω

Καὶ δὲν ἀντέχω, θὰ τ᾿ ἀκούσης ὅλα,
τίποτα δὲν ἐσκέπασεν ἡ λήθη.
Θὰ σοῦ τὰ πῶ σὰν ἕνα παραμύθι
καρδιά μου ἐρημικὴ κι᾿ ὀνειροπόλα.

Μαρία Πολυδούρη, Θυσία

06/04/2013

Εικόνα


 Α' ΜΕΘ Παπανικολάου, 18/07/2012, 8:03 μμ

03/03/2013

Από μέσα πεθαμένη

Τον καιρό που μ' αγαπούσες με ρωτάς ένα πρωί
στην κουβέντα μας επάνω τι 'ναι άραγε η ζωή
τότε γύρισα και σου είπα γι' άλλους είναι το κρασί
γι' άλλους δόξα γι' άλλους πλούτη μα για μένα είσαι εσύ

Τώρα που άλλαξε η καρδιά σου κι έναν άλλο αγαπά
απορείς μου λεν ακόμα η δική μου πως χτυπά
μήπως τάχα σαν κι εμένα δεν είν' άνθρωποι πολλοί
από μέσα πεθαμένοι και απέξω ζωντανοί

Στίχοι - Μουσική : Αττίκ


02/02/2013

Οι λέξεις κάποιου άλλου


4 Νοεμβρίου

Σήμερα τη νύχτα, για πρώτη φορά, την ονειρεύτηκα. ήταν ξαπλωμένη, αλλά καθόλου άρρωστη, με το ροζ νυχτικό της από το σούπερ-μάρκετ Uniprix...

Γυρω στις 6μμ: το διαμέρισμα είναι ζεστό, ήπιο, φωτεινό καθαρό. Εγώ ο ίδιος το μεταμόρφωσα, με ενεργητικότητα, με αφοσίωση (και το απολαμβάνω με πικρία): από δω και πέρα και για πάντα θα είμαι εγώ η ίδια μου η μητέρα.

13/12/2012

Σάββατο 18

Ακόμη βρέχει.
Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει.
Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα
ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ
γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

Οδυσσέας Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984)

03/12/2012

Nero



mother loved me but she died

07/10/2012

Οι αριθμοί (Ι)

Ημερομηνία

16/7/2012 6:37:18 μμ
Πραγματική διάρκεια

00:02:09

12/09/2012

Γενέθλια

Mαράκι μου σου εύχομαι/ να τα εκατοστήσεις/ ότι καλύτερο στην ζωή σου/ ΥΓΕΙΑ και ότι άλλο/ εσύ νομίζεις/ φιλιά μανούλα

16/07/2012

κάπως έτσι

Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας απ' τον άλλον·
και πιο απομακρυσμένοι απ' όλους είναι συχνά όσοι αγαπιούνται.
Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό όμως κανείς τους δεν τον πιάνει κιόλας,
κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα και πυργώνεται
και στο τέλος τους εμποδίζει κι από πάνω να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.

Rainer Maria Rilke, Κισμέτ

29/06/2012

lapsus

συγχαρητήρια για την απώλεια!

30/05/2012

edited

[10:19:18 μμ] marial: βρήκα αυτο σε κάτι σημειώσεις μου
[10:21:06 μμ] marial: "και καθονταν εκει μες το σκοτάδι, έχοντας το τραπέζι, ανάμεσά τους, με τον έναν να λέει, τον άλλο να ακούει, μακριά από κεινα που έλεγε ο ένας, μακριά από κείνα που άκουγε ο άλλος και μίλια μακριά ο ένας από τον άλλο"
[10:21:24 μμ] marial: νομίζω ότι ειναι μπέκετ...

12/11/2011

Ωμέγα

ούτε λυπούμαι τον εαυτό μου.

08/11/2011

χειμώνας 1960

"Είναι η καλύτερη φωτογραφία που μου έχει τραβήξει ποτέ κανείς"


Ο Ernest Hemingway κλωτσάει ένα τενεκεδάκι στο Ketchum του Αϊντάχο
φωτογράφος: John Bryson




26/10/2011

Heinrich Heine (1822), Die Lorelei

Δεν ξέρω αυτή μου η λύπη τι σημαίνει
και μ' έχει κάνει τόσο θλιβερό!
Από το νου μου μέσα δεν εβγαίνει
μια ιστορία απ' τον παλιό καιρό.

Ψυχρό φυσά τ' αγέρι και βραδιάζει,
ο Ρήνος σιγανά κατρακυλά·
στις φωταυγιές του ήλιου που πλαγιάζει,
του όρους η κορφή σπιθοβολά.

Θαυμάσια αυτού στην κορφή την ίδια
κάθεται η πιο ωραία κοπελιά·
αστράφτουν τα χρυσά της τα στολίδια,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.

Μ' ολόχρυσο χτενάκι τα χτενίζει
και τραγουδάει ένα σκοπό η ξανθή.
Στους θαυμαστούς τους ήχους που σκορπίζει
δεν είναι νους που να μη μαγευθεί.

Το ναύτη στη βαρκούλα τον αρπάζει
λαχτάρα που σαλεύει τα μυαλά.
Τους βράχους που προβάλλουν δεν κοιτάζει,
απάνω μόνο βλέπει, στ' αψηλά.

Φοβούμαι πως το κύμα θε να φάει
και ναύτη και βαρκούλα τώρα δά:
Αχ, όλ' αυτά τα κάμνει η Λορελάη
με το γλυκό σκοπό που τραγουδά.


Μετάφραση: Γεώργιος Βιζυηνός

09/06/2011

30/05/2011

19/04/2011

Επιστροφή

□ Άγνωστος □ Συνωνυμία
□ Διεύθυνση ανεπαρκής □ Διεύθυνση δυσανάγνωστη
□ Απαράδεκτο □ Αζήτητο
□ Απεβίωσε □ Έφυγε χωρίς ν' αφήσει διεύθυνση

04/04/2011

η κατάσταση των πραγμάτων

Διάλογος γραμμένος σε στήλη τάφου ενός πανδοχέα της Ισερνιας

- Πανδοχέα, φέρε το λογαριασμό.
- Πήρες ένα ξεστί κρασί: ένα ασσάριο. Γιαχνί: δύο ασσάρια.
- Σύμφωνοι.
- Για το κορίτσι, οχτώ ασσάρια.
- Εντάξει.
- Άχυρο για το μουλάρι: δύο ασσάρια.
- Αυτό το μουλάρι θα με καταστρέψει!

από εδώ

07/02/2011

ησπεράλντο

το απών το λέω ερήμην