28/06/2014

Ο ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Είμαι χωρίς αμφιβολία, αίνιγμα για σένα. Παρηγο-
ρήσου όμως, γιατί κι ο Θεός είναι αίνιγμα για μένα.
Οικογένεια Σρόφφενστάιν

Δεν υπάρχει περιοχή της Γερμανίας, που να μην διέτρεξε ο ανήσυχος αυτός άνθρωπος, πολιτεία που να μην έμεινε ο αιώνιος αυτός περιπλανώμενος. Από το Βερολίνο πηγαίνει με ταχυδρομικό αμάξι στη Δρέσδη, στο Ερτσγκεμπίργκς, στο Μπαϋρόυτ, στο Κέμνιτς. Ξαφνικά τον κυριεύει η επιθυμία να πάει στο Βύρτσμπουργκ, κατόπι στο Παρίσι, ενώ μαίνεται ο πόλεμος. Σκοπεύει να μείνει εκεί ένα χρόνο, μα έπειτ' απο λίγες βδομάδες καταφεύγει κιόλας στην Ελβετία, στη Βέρνη. Από κει πηγαίνει στην Τουν και στη Βασιλεία, απ' όπου ξαναγυρίζει στη Βέρνη, για να πέσει ξαφνικά σα μετέωρο στο ήσυχο σπίτι του Βίλαντ, στο Όσμαννστεντ. Απ' τη μια μέρα στην άλλη, τον κυριεύει η επιθυμία να ξαναφύγει, επιστρέφει στο Παρίσι, περνώντας απ' το Μιλάνο και τις ιταλικές λίμνες, πετάγεται χωρίς λόγο στη Βουλώνη, ανάμεσα σ' έναν ξένο στρατό, για να ξυπνήσει άρρωστος του θανατά στην Μαγεντία. Νάτος πάλι στο Βερολίνο και στο Ποτσδαμ. Μια θέση, όπου ο ίδιος επεδίωξε να διοριστεί, τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στην Καινιξβέργη. Ξαναφεύγει και θέλει να πάει στη Δρέσδη, μέσα απ' τα προελαύνοντα γαλλικά στρατεύματα, μα εκεί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στη Σαλόν σαν κατάσκοπο. Μ΄λις απελευθερώνεται, τρέχει πάλι από πόλη σε πόλη, αφήνει τη Δρέσδη για να πάει στη Βιέννη, συλλαμβάνεται στο πεδίο της μάχης του Ήσπερν, όπου η Αυστρία δίνει μια αποφασιστική μάχη, χωρίς άλλα χαρτιά στην τσέπη, παρά μόνο μερικά πατριωτικά ποιήματα, και κατορθώνει να το σκάσει για την Πράγα. Μερικές φορές εξαφανίζεται για μήνες και, σαν υπόγειο ποτάμι, εμφανίζεται χιλιάδες λεύγες πιο κάτω: τέλος, ο νόμος της έλξης επαναφέρει τον κυνηγημένο αυτόν άνθρωπο στο Βερολίνο. Από καιρό σε καιρό, αναδεύει ακόμα τα σπασμένα φτερά του, πηγαίνει για τελευταία φορά στη Φραγκφούρτη με την ελπίδα να βρει στην αδερφή του ή σε συγγενείς καταφύγιο, για να γλιτώσει από τον φοβερό κυνηγό που τον καταδιώκει. Μάταια όμως.
Ξαναπαίρνει το ταχυδρομικό αμάξι (το πραγματικό, το μοναδικό του σπίτι) πηγαίνει στη Βανζέε, οπου φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τον θάβουν δίπλα σε μια δημοσιά.

Τι γυρεύει σ' όλες αυτές τις μετακινήσεις ο Κλάιστ; Ή μάλλον τι είναι αυτό που τον σπρώχνει διαρκώς ν' αλλάζει τόπο; Όσο και να ψάξουμε, δε θα το βρούμε: τα ταξίδια του, στην πραγματικότητα είναι χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, και μόλις έχουν κάποιον τοπικό προσδιορισμό. Εκείνα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αιτίες δεν είναι τις περισσότερες φορές παρά προφάσεις, μάσκες που φοράει μπροστά στο δαίμονα. Μια τέτοια εξάλλου συμπεριφορά δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική, και για τους θετικούς ανθρώπους θ' αποτελεί πάντοτε ένα αίνιγμα. Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια ψυχή, που κατατρώγεται από τρομακτική ανησυχία, σε μια ψυχή, που κάτι τη βαραίνει αφάνταστα, και που αυτοβασανίζεται.

Μίλησαν για μυστικές αποστολές: αυτό μπορεί νάταν σωστό για ορισμένες περιπτώσεις, όχι όμως για την αδιάκοπη φυγή του. Ο Κλάιστ δεν είχε σκοπό στα ταξίδια του. Μήτε σκοπό μήτε σχέδιο· δεν έχει υπ' όψη του μια ορισμένη πολιτεία ή χώρα: Απλώς εκτινάσσεται σα βέλος, απ' το υπερτεταμένο τόξο του Εγώ του. Θέλει να γλυτώσει απ' τον εαυτό του, να ξεφύγει με κάθε θυσία από κάτι που βρίσκεται μέσα του, αλλάζει πόλεις "όπως ένα που ψήνεται απ' τον πυρετό αλλάζει μαξιλάρια" (όπως λέει ο Λενάου - που τοσο συγγενεύει μαζί του - σ' ένα απ' τα μελαγχολικά ποιήματά του). Παντού ελπίζει πως θα βρει την ηρεμία, τη γιατρειά: αλλά καμιά στέγη δεν υπάρχει, κανένα τζάκι δεν καπνίζει για κείνον που τον κυνηγάει ο δαίμονας. Στην ίδια πνευματική κατάσταση βρίσκεται κι ο Ρεμπώ, που τρέχει από χώρα σε χώρα, ο Νϊτσε που αλλάζει διαρκώς πόλη, κι ο Μπετόβεν σπίτι, ο Λενάου που πηγαίνει από ήπειρο σε ήπειρο: όλους τους δέρνει μια φριχτή ανησυχία, που μεταβάλλει τη ζωή τους σε μια τραγική περιπλάνηση. Όλους τους καταδιώκει μια άγνωστη δύναμη, που απ' αυτήν δεν μπορούν να γλυτώσουν, μια δύναμη που υπαρχει μέσα στο αίμα τους και διευθύνει το μυαλό τους. Πρέπει να αυτοκαταστραφούν, για να καταστρέψουν τον εχθρό που είναι μέσα τους, που τους έχει κυριέψει: τον δαίμονα.

Ο Κλάιστ ξέρει απ' την αρχή πως αυτή η δύναμη τον οδηγεί προς την άβυσσο. Δεν καταλαβαίνει όμως πάντα αν προσπαθεί να την αποφύγει, ή αν τρέχει προς αυτήν. Καμιά φορά, τα χέρια του φαίνονται σα νάχουν γαντζωθεί απ' τη ζωή, σα νάχουν χωθεί στον τελευταίο σβώλο της γης, που μπορεί να εμποδίσει την πτώση του. Γυρεύει τ΄τε ένα στήριγμα ενάντια στη δυνατή έλξη της αβύσσου, ζητάει να πιαστεί απ' την αδερφή του, από γυναίκες, από φίλους, για να μην πέσει. Άλλες πάλι φορές, νιώθει την ηδονική ανάγκη να ορμήσει προς την άβυσσο. Πάντα το καταλαβαίνει, μα δεν ξέρει αν η άβυσσος βρίσκεται μπροστά του ή πίσω του, αν είναι η ζωή ή ο θάνατος. Η άβυσσος του Κλάιστ βρίσκεται μέσα του, και γι' αυτό δεν μπορεί να την αποφύγει. Τη φέρνει, λέει, μαζί του, σαν τη σκιά του.

Ο Κλάιστ μάς θυμίζει τους χριστιανούς μάρτυρες, που ο Νέρωνας έντυνε με στουπιά και τους έβαζε κατόπι φωτιά, και που, σα ζωντανοί πυρσοί, άρχιζαν να τρέχουν, χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Μήτε αυτός δεν είδε ποτέ του τις χιλιομετρικές στήλες των δρόμων: είναι ζήτημα αν άνοιγε τα μάτια του για να δει τις πόλεις απ' όπου περνούσε.

Όλη του η ζωή δεν είναι παρά μια φυγή, ένας καλπασμός προς την άβυσσο, ένα φοβερό κυνηγητό, που τον κράει σε μια συνεχή αγωνία και συντριβή.

Γι' αυτο, σαν αποκάνει πια, μην μπορώντας άλλο να υποφέρει, και ρίχνεται θεληματικά στην άβυσσο, βγάζει μια τρομαχτική και υπέροχη κραυγή χαράς.

Η ζωή του Κλάιστ δε μοιάζει καθόλου με μια συνηθισμένη ζωή: είναι ένας καλπασμός προς το θάνατο, ένα απαίσιο κυνήγι, με το χτηνώδες μεθύσι του από αίμα και ηδονή, από αγριότητα και φρίκη, με τα διεγερτικά του σαλπίσματα και τους αλαλαγμούς του. Κοπάδι συμφορές τον καταδιώκουν: σαν κυνηγημένο ζώο, καταφεύγει στους πυκνούς θάμνους, αρπάζει καμιά φορά, στην τύχη, στρέφοντας απότομα, ένα απ' τα σκυλιά που τρέχουν ξοπίσω του κ' εκτελεί το θύμα του, - το πάθος του δημιουργεί τρία, τέσσερα, πέντε τέτοια έργα - και, γεμάτος αίματα, εξακολουθεί να τρέχει μέσ' στα βάτα... Όταν τέλος το κοπάδι νομίζει πως μπορεί να τον ξεσκίσει, ο Κλάιστ ξανασηκώνεται περήφανα και προκειμένου να γίνει βορά του σκυλολογιού, με μια ύστατη προσπάθεια γκρεμίζεται στην άβυσσο.

Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Κλάιστ (Μετάφραση: Αλέξανδρος Καρρέρ), εκδόσεις Γκοβόστη